Καστρολογοσ

Κάστρα της Ελλάδας
 

Άρτα, Δήμος Αρταίων, Νομός Άρτας,Ήπειρος

Κάστρο Άρτας

  
★ ★ ★ ★ ★
 <  398 / 1103  > 
  • Φωτογραφιες
  • Δορυφορικη
  •   Χαρτης  
  •  Κατοψη 
  •  Απεικόνιση 
  •   Βιντεο  


Τοποθεσία:
Άρτα
Περιφέρεια > Νομός: Greek Map
Ήπειρος
Ν.Άρτας
Δήμος > Πόλη ή Χωριό:
Δ.Αρταίων
• Άρτα
Υψόμετρο:
Υψόμετρο ≈ 10 m 
(Σχετικό ϋψος ≈0 m)
Χρόνος Κατασκευής  Προέλευση
13ος αιώνας  
ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟ
H 
Τύπος Κάστρου  Κατάσταση
Καστροπολιτεία  
Μετρια
 
 
 
 
 
 
 

Η Άρτα είναι μια από τις 3 ή 4 σύγχρονες πόλεις στην Ελλάδα με τα πιο ενδιαφέροντα βυζαντινά μνημεία. Μεταξύ αυτών των μνημείων είναι το κάστρο της, ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα βυζαντινής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής.

Το κάστρο δέχτηκε πολλές τροποποιήσεις και επισκευές σε διάφορες εποχές. Σήμερα διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση.


Ιστορία

Η μεσαιωνική οχύρωση κατασκευάστηκε (ή ανακατασκευάστηκε) από τους Βυζαντινούς άρχοντες της Ηπείρου τον 13ο αιώνα, όταν η Άρτα ήταν πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Η πόλη εμφανίζεται για πρώτη φορά στις ιστορικές πηγές ως «Άρτα» τον 11ο αιώνα, ενώ φαίνεται πως θα γνωρίσει μια σχετικά γρήγορη ανάπτυξη τον 12ο αιώνα.
Πιθανότατα υπήρχε κάποιο πρώιμο τείχος που προστάτευε την πόλη και πριν από την κατασκευή του κάστρου τον 13ο αιώνα, αλλά εκείνη η πρώτη οχυρωματική προσπάθεια πρέπει να ήταν απλά προσθήκες και επισκευές στο τείχος της αρχαίας πόλης, καθόσον στη θέση που είναι σήμερα η Άρτα υπήρχε κατά την αρχαιότητα η σπουδαία πόλη Αμβρακία.

Αρχαιότητα

Η αρχαία Αμβρακία ιδρύθηκε από τον Γόργο, γιο του τυράννου τής Κορίνθου Κυψέλου, γύρω στο 625 π.Χ. Τη θέση της περιγράφουν αρχαίοι συγγραφείς: κτισμένη στη βόρεια πλευρά του λόφου Περράνθη, στις όχθες του πλωτού ποταμού Αράχθου και σε απόσταση 80 σταδίων (16 χλμ.) από τη θάλασσα.
Η πιο λαμπρή περίοδος της αρχαίας πόλης ήταν κατά την πρώιμη Ελληνιστική εποχή, όταν ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος την έκανε πρωτεύουσα του βασιλείου του το 295 π.Χ. μεταφέροντας εκεί την έδρα του από την Πασσαρώνα, μετά την οριστική επικράτησή του στην ηγεσία των Μολοσσών. Το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής ήταν ότι η Αμβρακία γνώρισε μια μακρά περίοδο ανάπτυξης και ευημερίας, που διήρκεσε μέχρι τη Ρωμαϊκή κατάκτηση.

Η Αμβρακία υπέστη μια πρώτη μεγάλη καταστροφή από τους Ρωμαίους το 189 π.Χ. όταν στον πόλεμο μεταξύ Αιτωλικής Συμπολιτείας και Ρώμης λεηλατήθηκε από τον ύπατο Μάρκο Φούλβιο (Marcus Fulvius Nobilior). Σε εκείνη την πρώτη καταστροφή, ο Μάρκος Φούλβιος είχε αρπάξει όσα αγάλματα και έργα τέχνης βρήκε στην Αμβρακία και τα έφερε στη Ρώμη. Μεταξύ αυτών ήταν και ένας πίνακας που απεικόνιζε τις Μούσες και που είχε φιλοτεχνήσει ο ονομαστός ζωγράφος Ζεύξις. Τα λάφυρα του Φούλβιου έκαναν βαθιά εντύπωση στη Ρώμη και έτσι ξεκίνησε η μόδα της αρπαγής των έργων της Αρχαίας Ελλάδας από τους Ρωμαίους. Επίσης, μαζί με τον Φούλβιο ήταν και ο προστατευόμενός του ποιητής Ennius o οποίος συνέθεσε ένα έργο με θέμα την άλωση της Αμβρακίας (οι Ρωμαίοι είχαν εμμονή με την Αμβρακία, λόγω του παλιού μεγάλου εχθρού τους, του Πύρρου).

Το 167 π.Χ. όταν ο στρατηγός Αιμίλιος Παύλος κατέλαβε για λογαριασμό της Ρώμης οριστικά την Ήπειρο, η πόλη λεηλατήθηκε και τα τείχη της γκρεμίστηκαν, όπως συνέβη και σε 70 άλλες πόλεις της Ηπείρου.
Από το 146 π.Χ. ανήκε στη ρωμαϊκή επαρχία Epirus Vetus (Παλαιά Ήπειρος).

Η παρακμή της Αμβρακίας επιταχύνθηκε μετά την ίδρυση της Νικόπολης το το 29 π.Χ. από τον Οκταβιανό. Τότε αναγκάστηκαν οι κάτοικοι από τα πολίσματα της Ηπείρου, και ιδιαίτερα από την Αμβρακία, να μετοικήσουν στη νεοϊδρυθείσα πόλη.
Πάντως η Αμβρακία δεν εγκαταλείφθηκε εντελώς τότε. Υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα που δείχνουν ότι κατοικούνταν μέχρι τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Από τον 5ο αιώνα όμως και για τους επόμενους σκοτεινούς αιώνες δεν έχει βρεθεί κανένα ίχνος κατοίκησης. Φαίνεται ότι τη χαριστική βολή έδωσαν οι διάφοροι επιδρομείς του 5ου αιώνα (Βησιγότθοι, Ούννοι, Βάνδαλοι), αλλά και των επόμενων αιώνων (Άβαροι, Σλάβοι κ.λπ.).
Με αυτόν τον τρόπο η ένδοξη αρχαία πόλη Αμβρακία έπαψε να υπάρχει.

Τέλη Μεσοβυζαντινής Περιόδου

Η Άρτα μνημονεύεται για πρώτη φορά από τις πηγές το 1082. Συγκεκριμένα αναφέρεται από τον ιστορικό των Νορμανδών Goffredo Malaterra στην περιγραφή μιας οδυνηρής ήττας του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού από τους Νορμανδούς υπό τον Βοημούνδο (μετέπειτα πρίγκιπα Αντιοχείας). Περιέργως, ούτε η Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής ούτε η Gesta Roberti Wiscardi του Γουλιέλμου της Απουλίας (που εξιστορούν τα της εισβολής των Νορμανδών την περίοδο 1081-1085) αναφέρουν ονομαστικά την Άρτα, παρόλο που περιγράφουν τη μάχη. Η έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς σε αυτά τα σημαντικά κείμενα, σε μια εποχή με πολλά γεγονότα στην περιοχή, είναι μια ένδειξη ότι η Άρτα απείχε πολύ ακόμα από το να είναι ένα μέρος άξιο μνείας.
Η προέλευση του νέου ονόματος δεν είναι σίγουρη. Το πιο πιθανόν είναι να προέκυψε από παραφθορά της δυσπρόφερτης ονομασίας Αραχθεία που χρησιμοποιόταν για την περιοχή. Άλλες εκδοχές είναι να προέρχεται από το λατινικό artus (=άκρο σώματος) ή από τη λέξη άρτος λόγω της γονιμότητας του εδάφους και της πλούσιας παραγωγής σιτηρών ή από το σλαβικό arda που σημαίνει βάλτος.

Η επόμενη αναφορά για την Άρτα ανευρίσκεται σε ενετικά έγγραφα του 1131. Η Άρτα άρχισε να αναπτύσσεται ταχύτατα τον 12ο αιώνα ευνοημένη από το εμπόριο με τους Δυτικούς και ειδικά με τη Βενετία και τη Ραγούζα (Ντουμπρόβνικ). Χάρη στα δύο λιμάνια της (Σαλαώρα και Κόπραινα) και την καλή επικοινωνία με την ενδοχώρα, η Άρτα υπήρξε για τις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες η δυτική πύλη του Βυζαντίου. Επίσης, ίσως να “ευνοήθηκε” από τον νέο 10ετή πόλεμο με τους Νορμανδούς, που εισέβαλαν ξανά το 1147. Τότε σημαντικές πόλεις του ελληνικού χώρου υπέστησαν μεγάλες καταστροφές (π.χ. Αθήνα, Θήβα) και φαίνεται πως αυτό δημιούργησε ευκαιρίες για την ανάδειξη κάποιων αφανών έως τότε πόλεων, όπως η Άρτα.
Το 1156 αναφέρεται για πρώτη φορά η Άρτα ως έδρα επισκοπής υπαγόμενης στη Μητρόπολη Ναυπάκτου, με επίσκοπο τον Βασίλειο.
Ο Ιουδαίος περιηγητής Βενιαμίν ο εκ Τουδέλης την επισκέφτηκε το 1165 και αναφέρει την ύπαρξη 100 Εβραίων στην πόλη, ένας αριθμός που αυξήθηκε σημαντικά τους επόμενους αιώνες.
Χρυσόβουλο του 1198 καταγράφει τις επαρχίες στις οποίες διαιρείται το Θέμα Νικοπόλεως και μία από αυτές είναι η Επίσκεψις Άρτης. Μάλιστα η Άρτα αναφέρεται ως η έδρα του θέματος αντικαθιστώντας τη Ναύπακτο (η ίδια η Νικόπολις είχε παρακμάσει και εγκαταλειφθεί προ πολλού).
Ως έδρα θέματος, η Άρτα σίγουρα είχε από τότε μια πρώτη οχύρωση.

Υστεροβυζαντινή Περιόδος

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Λατίνους της Δ’ Σταυροφορίας, η Ήπειρος αποδόθηκε σύμφωνα με το Partitio Terrarum στη Βενετία. Όμως οι Ενετοί, που δεν ήξεραν με τι να καταπιαστούν πρώτα, καθυστέρησαν να αναλάβουν τον έλεγχο. Τους πρόλαβε ο Μιχαήλ Άγγελος (πρώτος εξάδελφος του έκπτωτου αυτοκράτορα Αλεξίου Γ’) τον οποίο προσκάλεσαν οι προύχοντες της Άρτας και ο οποίος μετά τον αιφνίδιο θάνατο του κυβερνήτη του θέματος Νικοπόλεως, του Σεναχερείμ, παντρεύτηκε τη γυναίκα του Σεναχερείμ και έγινε άρχοντας της περιοχής. Πολύ σύντομα επεκτάθηκε σε όλη τη δυτική Ελλάδα, από τη Ναύπακτο μέχρι το Δυρράχιο της Αλβανίας. Η Άρτα έγινε καταφύγιο πολλών Ελλήνων, που ήθελαν να ξεφύγουν από τους Φράγκους κατακτητές.

Αυτή ήταν η αρχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου που ίδρυσε ο δεσπότης Μιχαήλ Α’ Άγγελος Κομνηνός Δούκας το 1204.
Σημειωτέον ότι ο Μιχαήλ Α’ ανήκε στη δυναστεία των Αγγέλων, αλλά έχοντας στενή συγγένεια (εγγονός) και με τους αυτοκρατορικούς οίκους, των Κομνηνών και των Δουκών (που ήταν πιο αγαπητοί από τους ελεεινούς Αγγέλους), προτιμούσε την επωνυμία Μιχαήλ Κομνηνός Δούκας, το ίδιο και οι απόγονοί του. (Κάποιοι ιστορικοί αναφέρονται στον οίκο του ως Αγγελοκομνηνοί ή Κομνηνοδουκάδες.)
Πρωτεύουσα του Δεσποτάτου ήταν εξαρχής η Άρτα, η οποία από χωριό έναν αιώνα πριν, βρέθηκε να είναι από τις πιο σημαντικές πόλεις της υστεροβυζαντινής περιόδου.

Ο Μιχαήλ Α’ κυβέρνησε μέχρι τη δολοφονία του το 1215. Μετά από μια σειρά γεγονότων (που δεν είναι της παρούσης) τον διαδέχθηκε το 1230 ο γιος του Μιχαήλ Β’ Άγγελος Κομνηνός Δούκας (1230-1268), ο οποίος περιορίστηκε σε μια πολύ μικρότερη περιοχή σε σχέση με τον πατέρα του.
Πιστεύεται ότι ο Μιχαήλ Β’ είναι αυτός που έχτισε το κάστρο της Άρτας.
Σχετικά, ο μοναχός Ιώβ που έγραψε τη βιογραφία της Αγίας Θεοδώρας (της οικογένειας Πετραλείφα), που ήταν σύζυγος του Μιχαήλ Β’, γράφει για τον γάμο της Αγίας με τον Δεσπότη: «Και ταύτην νομίμω γάμον λαβών εις Ακαρνανίαν ατείχιστον τότε ούσαν συν αυτή λαμπρώς επανέζευξεν». Δηλαδή η Ακαρνανία (=Άρτα) ήταν ατείχιστη μέχρι τότε. Ο μοναχός Ιώβ δεν θεωρείται και η πιο αξιόπιστη πηγή, καθώς γράφει πολλές ανακρίβειες, αλλά η συγκεκριμένη πληροφορία φαίνεται να είναι συμβατή με την ιστορία της πόλης.
Οπότε θα δεχθούμε ότι το κάστρο χτίστηκε στα μέσα του 13ου αιώνα από τον Μιχαήλ Β’, αν και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι υπήρχε ήδη από τον 12ο αιώνα.
Ένα μέρος των τειχών της αρχαίας Αμβρακίας ενσωματώθηκε στο υστεροβυζαντινό κάστρο, αλλά πρέπει να επισημάνουμε ότι τα καταστραφέντα από τους Ρωμαίους αρχαία τείχη προστάτευαν πολύ μεγαλύτερη έκταση από τα βυζαντινά (σώζονται τμήματα αρχαίου τείχους και έξω από το κάστρο).

Κατά τον μελετητή Θεοχάρη Τσούτσινο, πρόσθετη μαρτυρία για την ίδρυση του κάστρου επί δεσποτείας Μιχαήλ Β’ αποτελεί εγχάρακτο μονόγραμμα εντοιχισμένο σε έναν από τους νότιους πύργους (ο τρίτος δεξιά από την πύλη) με τα γράμματα Μ.Α.Δ.Κ. που ίσως είναι τα αρχικά του δεσπότη Μιχαήλ Άγγελου Δούκα Κομνηνού. Πάντως αυτό δεν θεωρείται αξιόπιστο τεκμήριο.

Στη γαλλική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως το κάστρο μνημονεύεται ως «ευγενές» (που σημαίνει ότι ήταν αξιόλογο κάστρο, αλλά κατώτερο των Ιωαννίνων που χαρακτηρίζεται «ευγενές» και «βασιλικόν»).

Σύμφωνα με περιγραφές ξένων περιηγητών, έξω από το κάστρο, στον χώρο που απλώνεται μπροστά απ' την κύρια είσοδό του στη ΝΔ πλευρά, υπήρχε από τα βυζαντινά χρόνια και εξακολουθούσε να λειτουργεί στα χρόνια της τουρκοκρατίας αγορά – το μποριό κατά το χρονικό των Tocco – γι' αυτό και η περιοχή προσέλκυσε από νωρίς Εβραίους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί, έδωσαν το όνομα στη συνοικία - Εβραίικα - και η συναγωγή τους υπήρχε και λειτουργούσε στο χώρο αυτό ως τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο.

Μετά τη μάχη της Πελαγονίας το 1259, στην οποία ο Μιχαήλ Β’ και οι σύμμαχοί του Φράγκοι ηττήθηκαν από τους Βυζαντινούς της Νίκαιας, οι Νικιώτες επιτέθηκαν στην Άρτα και την κατέλαβαν, ενώ ο Μιχαήλ Β’ είχε καταφύγει στα Επτάνησα. Οι Βυζαντινοί μεταχειρίστηκαν με μεγάλη σκληρότητα τους αμάχους. Αυτό προκάλεσε το μίσος του πληθυσμού και διευκόλυνε την επέμβαση τού γιου τού Μιχαήλ Β’, του Ιωάννη Κομνηνού Δούκα που απελευθέρωσε γρήγορα την πόλη. (Ο Ιωάννης μετά τον θάνατο του πατέρα του έγινε ηγεμόνας της Θεσσαλίας/ Μεγαλοβλαχίας.)

Το κάστρο της Άρτας δεν είναι πολύ μεγάλο (για καστροπολιτεία). Για το λόγο αυτό θεωρείται σίγουρο ότι κατά τον 13ο αιώνα το μεγαλύτερο μέρος της πόλης βρισκόταν έξω από τα τείχη. Αυτό συμπεραίνεται και από το πλήθος των εκκλησιών εκείνης της εποχής που βρίσκονται εκτός κάστρου (π.χ. η Παναγία η Παρηγορίτισσα που άρχισε να κτίζεται το 1285).
Η εξωτερική πόλη δεν πρέπει να είχε κάποια οχύρωση. Πάντως λόγω των υψωμάτων που την περιστοιχίζουν και λόγω των βάλτων που σχημάτιζε τριγύρω ο ποταμός Άραχθος, η πόλη, αν και ατείχιστη, δεν ήταν ευπρόσβλητη. Σε κάθε περίπτωση, όταν άρχισε η παρακμή του δεσποτάτου τον 14ο αιώνα και εντάθηκαν οι εξωτερικές απειλές, το κάστρο πυκνοκατοικήθηκε.

Περίπου στο κέντρο του κάστρου σώζονται τα ερείπια ενός μεγάλου κτιρίου με βυζαντινή τοιχοδομή. Το κτίριο μπορεί να ήταν το Ανάκτορο των δεσποτών και κέντρο διοίκησης. Αλλά είναι εξίσου πιθανό το παλάτι να βρισκόταν τον 13ο αιώνα έξω από το κάστρο. Μέσα στο κάστρο πρέπει να βρισκόταν το νομισματοκοπείο του δεσποτάτου, που είναι γνωστό ότι λειτούργησε στην Άρτα τουλάχιστον μέχρι το τέλος της εποχής των Ορσίνι, το 1338.

Η δυναστεία των Κομνηνοδουκάδων βασίλευσε στο Δεσποτάτο για 114 χρόνια. Το 1318 ο κόμης Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Νικόλαος Ορσίνι δολοφόνησε στην Άρτα τον ξάδερφό του και τελευταίο των Κομνηνοδουκάδων Θωμά Α’, και από τότε το Δεσποτάτο (χωρίς τα Γιάννενα) πέρασε στον οίκο Ορσίνι, οι οποίοι ήταν Ανδεγαυοί (ντ’Ανζού) υπαγόμενοι στον βασιλιά της Νάπολης, αλλά σιγά σιγά ελληνοποιήθηκαν. Για να γίνουν αποδεκτοί, ο Νικόλαος Ορσίνι και οι διάδοχοί του βαφτίστηκαν ορθόδοξοι.

Η εποχή των Ορσίνι ήταν σχετικά σύντομη, κράτησε μέχρι το 1338, όταν η Ήπειρος κυριεύθηκε από τις δυνάμεις του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου. Τα Γιάννενα δέχθηκαν ευχαρίστως τη Βυζαντινή επικυριαρχία, όμως στην Άρτα επικρατούσε ένα πνεύμα αυτονομίας που οδήγησε σε στάση εναντίον του Βυζαντίου. Επικεφαλής της στάσης ήταν ο Νικόλαος Βασιλίτζης. Η πόλη πολιορκήθηκε την άνοιξη του 1339 από τον μεγάλο δομέστικο Ιωάννη Καντακουζηνό (στην εκστρατεία συμμετείχε και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ’) και τελικά ο Βασιλίτζης πείστηκε δια της διπλωματικής οδού να παραδώσει την πόλη το φθινόπωρο του 1339. Ο τελευταίος των Ορσίνι, ο ανήλικος Νικηφόρος Β’ αιχμαλωτίσθηκε στο Θωμόκαστρο. Δυο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την κόρη του Καντακουζηνού.

Το 1341 πέθανε ξαφνικά ο Ανδρόνικος Γ’ και ξέσπασε ο Β’ Βυζαντινός Εμφύλιος. Ο έλεγχος σε πολλές περιοχές χάθηκε. Η Άννα Αγγελίνα Παλαιολογίνα, σύζυγος του Ιωάννη Β’ Ορσίνι και μητέρα του Νικηφόρου Β’, επέστρεψε στην Άρτα, και για λίγο ξαναπήρε την εξουσία. Το 1343 όμως ο Βυζαντινός κυβερνήτης Θεσσαλίας, ο σεβαστοκράτορας Ιωάννης Άγγελος ανακατέλαβε την Άρτα και συνέλαβε την Παλαιολογίνα.

Το 1348 πέθανε από πανώλη ο σεβαστοκράτορας Ιωάννης Άγγελος και ο Σέρβος ηγεμόνας Στέφανος Δουσάν που είχε κατακτήσει ήδη πολλά εδάφη στη Βόρεια Ελλάδα, κυρίευσε και την Ήπειρο. Δεσπότης ορίστηκε ο ετεροθαλής αδερφός του Δουσάν, ο Συμεών Ούρεσης (η μητέρα του ήταν Παλαιολογίνα) ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Άρτα.
Το 1355 πέθανε ο Στέφανος Δουσάν και το βασίλειό του κατακερματίστηκε. Ο Συμεών Ούρεσης αποπειράθηκε να διεκδικήσει τον σερβικό θρόνο και έκανε μια άστοχη εκστρατεία στη Σερβία.

Η απουσία του Συμεών Ούρεση έδωσε ευκαιρία στον έκπτωτο δεσπότη Νικηφόρο Β’ Ορσίνι να επιστρέψει στην Άρτα το 1356 και να αναλάβει για λίγο το δεσποτάτο.

Εκείνη την εποχή η Ήπειρος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα με διάφορες φατρίες Αλβανών που είχαν εισβάλει και έκαναν επιδρομές. Το 1359 ο Νικηφόρος Ορσίνι σκοτώθηκε σε μάχη στον Αχελώο εναντίον των Αλβανών. Έτσι οι Αλβανοί αρχηγοί επικράτησαν στην περιοχή και δεδομένης της παρακμής του Βυζαντίου και της απροθυμίας για εμπλοκή του Συμεών Ούρεση που αποσύρθηκε στα Τρίκαλα, δημιούργησαν το 1260 δύο δικά τους δεσποτάτα: Το ένα με έδρα το Αγγελόκαστρο (Αιτωλοακαρνανίας) και το άλλο με έδρα την Άρτα και με ηγεμόνα τον Πετρο Λιόσα, τον οποίο διαδέχθηκε το 1374 ο Γκίνης Μπούας Σπάτα (δεσπότης μέχρι το 1399). Η δεσποτεία των Αλβανών στην Άρτα (οι οποίοι ήταν ορθόδοξοι και αυτοπαρουσιάζονταν ως Ρωμαίοι άρχοντες) θα κρατήσει 56 χρόνια.

Το 1416 ο Ανδεγαυός Κάρολος Α’ Τόκκος (Carolo Tocco), Παλατινός Κόμης Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, που είχε πάρει την εξουσία στα Ιωάννινα μετά από πρόσκληση των κατοίκων, νίκησε τους Αλβανούς και έδωσε τέλος στο δεσποτάτο τους στην Άρτα. Ο Κάρολος Α’ Τόκκος πήρε τον διευρυμένο τίτλο «Δεσπότης Άρτας και Ιωαννίνων». Στην αυλή του επικρατεί η ελληνική γλώσσα. Σε αυτή τη νέα μορφή του Δεσποτάτου της Ηπείρου, την πρωτοκαθεδρία έχει μάλλον η πόλη των Ιωαννίνων και όχι η Άρτα.
Το 1430 ο διάδοχος του Καρόλου Α’, ο Κάρολος Β’ Τόκκος αναγκάστηκε να γίνει υποτελής στον Τούρκο σουλτάνο. Η συμφωνία που έκανε με τους Τούρκους ήταν ότι θα παρέδιδε τα Γιάννενα, θα κρατούσε μόνο την Άρτα και θα πλήρωνε 500 δουκάτα ετησίως στον σουλτάνο. Έτσι το κάποτε κραταιό δεσποτάτο πήρε παράταση ζωής όντας υποτελές στους Τούρκους και με πρωτεύουσα ξανά την Άρτα.

Το 1436 πέρασε από την Άρτα ο Ιταλός περιηγητής Κυριακός της Αγκώνας (Ciriaco di Ancona) και εντυπωσιάστηκε από τα τείχη της πόλης την οποία αποκαλεί «Αραχθεία».

Το 1449 πέθανε ο Κάρολος Β’ Τόκκος, ενώ ο γιος του Λεονάρδος Γ’ βρισκόταν όμηρος στη Θεσσαλονίκη. Η Άρτα έμεινε ακέφαλη και όταν μια μεγάλη εκστρατευτική δύναμη Τούρκων έκανε απόβαση στην Πρέβεζα με σκοπό να κατακτηθεί οριστικά η Ήπειρος, η πόλη παραδόθηκε στις 24 Μαρτίου 1449. Αυτό ήταν το επίσημο τέλος του Δεσποτάτου της Ηπείρου και η έναρξη της Τουρκοκρατίας για την Άρτα.
Οι Τούρκοι αποκαλούσαν την Άρτα «Νάρντα».

Νέωτεροι Χρόνοι

Οι Τούρκοι έκαναν κατά καιρούς σοβαρές επεμβάσεις στο κάστρο και πρόσθεσαν κάποιους πύργους.. Ο πύργος της εσωτερικής ακρόπολης (του «γουλά») χρησιμοποιήθηκε επί Τουρκοκρατίας ως φυλακή.

Το 1697 ο Μανιάτης Λιμπεράκης Γερακάρης, πειρατής, μπέης της Μάνης και ευκαιριακός σύμμαχος των Ενετών στον Στ’ Ενετοτουρκικό πόλεμο, κατέλαβε την Άρτα και τη λεηλάτησε.

Η Άρτα πέρασε το 1788 στη δικαιοδοσία του Αλή Πασά, επί των ημερών του οποίου έγιναν σημαντικές προσθήκες στο κάστρο, και μεταξύ των άλλων κατασκευάστηκε ο ογκώδης νοτιοδυτικός πολυγωνικός προμαχώνας πίσω από το ρολόι.

Στο κάστρο της Άρτας φυλακίστηκε για μερικούς μήνες το 1820 ο Μακρυγιάννης. Στην επανάσταση του 1821, οι Έλληνες με επικεφαλής τον Καραϊσκάκη τον Μάρκο Μπότσαρη κ.ά. κατέλαβαν την πόλη στις 17 Νοεμβρίου 1821, αλλά δεν μπόρεσαν να την κρατήσουν.
Η Άρτα τελικά απελευθερώθηκε το 1881.

Οι παλιές τουρκικές φυλακές στον γουλά του κάστρου εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται σαν φυλακές και από το Ελληνικό Κράτος. Κάποια στιγμή χτίσθηκε και ένα καινούργιο κτίριο στη μέση του κάστρου για να στεγάσει τις φυλακές.

Το 1958, γκρεμίστηκε το κτίριο των φυλακών στο εσωτερικό του κάστρου και στη θέση του χτίστηκε ξενοδοχείο Ξενία, το οποίο είναι εγκαταλελειμμένο από το 1992.

Την περίοδο 2011-2015 έγιναν εργασίες αποκατάστασης και ανάδειξης του κάστρου. Στο πλαίσιο του έργου έγιναν εργασίες στερεώσεων και αποκαταστάσεων των φθορών και διαμορφώθηκαν λιθόστρωτες διαδρομές για τη διευκόλυνση των επισκεπτών του μνημείου.

Κάθε καλοκαίρι το Κάστρο της Άρτας φιλοξενεί διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις.


Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Το κάστρο έχει σχήμα τραπεζίου με περίμετρο τειχών 790 μ. που περικλείουν μια έκταση 37 στρεμμάτων. Τα τείχη διατηρούνται σε μεγάλο ύψος σε όλη την περίμετρο. Το επάνω μέρος των τειχών στέφεται από επάλξεις, πίσω από τις οποίες υπάρχει ο περίδρομος (φωτο 16, 15, 14) για την κίνηση των αμυνομένων.

Αρχικά, η θέση του κάστρου ήταν φυσικά οχυρή, καθώς την ανατολική και βόρεια πλευρά του καθιστούσε απρόσιτες ο ποταμός Άραχθος. Σταδιακά όμως η κοίτη του απομακρύνθηκε λόγω προσχώσεων. Έτσι, οι δύο πλευρές του λόφου έχασαν τον φυσικά οχυρό τους χαρακτήρα και πλαισιώθηκαν από την εθνική οδό Ιωαννίνων – Αθηνών.

Τμήματα των τειχών στη βόρεια και ανατολική πλευρά στηρίζονται στα τείχη της αρχαίας Αμβρακίας. Τα αρχαία κατάλοιπα είναι εύκολα διακριτά καθώς αποτελούνται από μεγάλους κατεργασμένους ογκόλιθους.

Η οχύρωση ενισχύεται από 18 πύργους που είναι τοποθετημένοι ανά 25 μέτρα περίπου. Η ανατολική πλευρά του κάστρου δεν έχει πύργους παρά μόνον στις γωνίες. Οι πύργοι είναι διαφόρων σχημάτων και αντιπροσωπεύουν τις διάφορες εποχές που το κάστρο δέχθηκε επισκευές. Από το σύνολο των πύργων οι ορθογωνικοί και οι ημικυκλικοί χρονολογούνται στη βυζαντινή εποχή. Οι τριγωνικοί και οι πολυγωνικοί ανήκουν σε νεώτερη περίοδο και πιο συγκεκριμένα στα τέλη του 17ου αι. ή στις αρχές του 18ου αι. Όπως αναφέρθηκε, ο μεγάλος ΝΔ προμαχώνας μάλλον είναι της εποχής του Αλή πασά, όταν έγιναν πολλές επισκευές και κατασκευές κάστρων στην Ήπειρο.

Στο κάστρο ανοίγονται δύο πύλες: Η κεντρική (φωτο 5, 7, 8) είναι στη νοτιοδυτική πλευρά και υπάρχει μια μικρή πυλίδα (φωτο 21, 24) στη βόρεια πλευρά.

Το πάχος του τείχους είναι 2,50 μέτρα. Η τοιχοδομή του είναι απλή, με ακανόνιστα λαξευμένες μικρές πέτρες και παρεμβολή πλίνθων, αόρατων στο μεγαλύτερο μέρος του τείχους, επειδή καλύφθηκαν από μεταγενέστερο κονίαμα. Ιδιαίτερα καλή ισόδομη πλινθοπερίβλητη βυζαντινή τοιχοποιία εμφανίζεται στο πάνω τμήμα της δυτικής πλευράς του κάστρου, καθώς και στην ανατολική πλευρά του εσωτερικού οχυρού, όπου υπάρχει και πλίνθινη διακόσμηση.


Η Εσωτερική Ακρόπολη
ακρόπολη Άρτας
αχέδιο κάτοψης της ακρόπολης

Η εσωτερική Ακρόπολη του κάστρου της Άρτας (φωτο 2, 3, 4), γνωστή ως Ουτς Καλέ ή Καστράκι ή Γουλάς (όπως αναφέρεται στο Χρονικό των Τόκκων) αποτελούσε το τελευταίο καταφύγιο των αμυνομένων. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του Κάστρου και έχει την πρωτοτυπία ότι δεν βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο, όπως συμβαίνει σε άλλα κάστρα.
Η είσοδός της (φωτο 8, 9) είναι αριστερά της κεντρικής πύλης και οδηγούσε σε εσωτερικό πύργο. Ένας περίδρομος περιτρέχει όλες οι πλευρές της ακρόπολης.
Τα κτίρια στο εσωτερικό της ακρόπολης παρόλο που έχουν δεχτεί κατά καιρούς πολλές επισκευές και τροποποιήσεις, πιθανώς στη πρώτη φάση τους χρονολογούνται στη Βυζαντινή περίοδο.

λεων
παράσταση λέοντα

Πάνω από την είσοδο του μεγαλύτερου κτιρίου υπάρχει μαρμάρινη πλάκα με παράσταση λέοντα. Ίσως πρόκειται για θωράκιο βυζαντινού τέμπλου από κάποιον ναό που υπήρχε στο εσωτερικό του κάστρου.

λεων
οικόσημο των Orsini

Νοτιοδυτικά, κοντά στον μεγάλο προμαχώνα βρίσκεται ορθογώνιο στόμιο πηγαδιού με ανάγλυφο οικόσημο το οποίο αποδίδεται στον οίκο των Ορσίνι.
Σήμερα στο εσωτερικό του γουλά υπάρχει υπαίθριο θέατρο του δήμου Αρταίων όπου πραγματοποιούνται πολιτιστικές εκδηλώσεις. Κατά τα άλλα ο χώρος της ακρόπολης είναι συνήθως κλειστός. Ανοίγει μόνο για παραστάσεις στο θέατρο.

Η Νότια Πλευρά

Στη νότια πλευρά (φωτο 6, 1, 13) υπάρχει η κεντρική πύλη, απ’ όπου το κάστρο είναι προσβάσιμο από την πόλη της Άρτας. Το συνολικό μήκος της πλευράς αυτής είναι περίπου 247 μ. και περιλαμβάνει 6 πύργους: 2 κυκλικούς 2 τριγωνικούς, έναν 1 τετράγωνο και έναν ψευδόπυργο (σπάσιμο τείχους). Ένα μεγάλο μέρος της πλευράς αυτής προστατευόταν από προτείχισμα ύψους 5 μέτρων.
Σήμερα σώζεται ένα μέρος αυτού του προτειχίσματος (φωτο 12) έξω από την την εσωτερική ακρόπολη.
Διακρίνονται καθ’ ύψος τρεις κύριες οικοδομικές φάσεις: της μεσοβυζαντινής περιόδου στο κάτω μέρος του τείχους, της υστεροβυζαντινής που περιλαμβάνει και τις επάλξεις και, κατά τόπους, της οθωμανικής περιόδου.

Η Δυτική Πλευρά

Η δυτική πλευρά (φωτο 27) του Κάστρου της Άρτας διατηρείται σε ύψος που κυμαίνεται από 8,3 μ. έως 11,0 μ.
Εκτείνεται σε μήκος 178 μ. περίπου μεταξύ του ορθογώνιου πύργου και του μεγάλου πολυγωνικού προμαχώνα. Σε αντίθεση με άλλες πλευρές της οχύρωσης, δεν σώζονται εδώ τμήματα του τείχους της αρχαίας Αμβρακίας.
Περιλαμβάνει 6 διαφορετικών διαστάσεων και τυπολογίας πύργους (ορθογώνιους, ημικυκλικούς, πολυγωνικούς, τριγωνικούς). Εσωτερικά το τείχος διατρέχεται από περίδρομο σε όλο το μήκος του.
Η δυτική πλευρά ήταν η μόνη πλευρά που προστατευόταν από τάφρο σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεπή (17ος αι.). Η τάφρος σήμερα δεν σώζεται.

H Ανατολική Πλευρά

Η ανατολική πλευρά του κάστρου (φωτο 25) είναι ορατή από την περιφερειακή οδό της πόλης, ενώ ένα μεγάλο τμήμα της είναι παράλληλο με αυτήν. Εκτείνεται σε μήκος περίπου 200 μέτρων και έχει μέγιστο ύψος 11,5 μέτρα. Στην πλευρά αυτή υπάρχουν δύο μικρά σπασίματα καθώς το τείχος ακολουθεί το καμπύλο ανάγλυφο του εδάφους.
Η ανατολική πλευρά είχε φυσική προστασία από τον ποταμό Άραχθο που έφτανε ως τα ριζά του λόφου.
Λόγω της ύπαρξης των αρχαίων τειχών και λόγω της εγγύτητας με τον Άραχθο, η βυζαντινή οχύρωση της ανατολικής πλευράς δεν είναι ιδιαίτερα επιμελημένη. Στα δύο άκρα της ορίζεται από δύο πύργους ορθογωνικής κάτοψης και έναν ημικυκλικό (φωτο 17, 18), ο οποίος εδράζεται στα θεμέλια αρχαίου πύργου.
Στην ανατολική πλευρά υπάρχουν επίσης κατάλοιπα προτειχίσματος, όπως στη νότια.

Η Βόρεια Πλευρά

Η βόρεια πλευρά (φωτο 21, 33) εκτείνεται σε μήκος 170 μέτρων, με μέγιστο ύψος 9,5 μέτρα, και περιλαμβάνει 4 πύργους: 3 ημικυκλικούς και έναν τριγωνικό. Η πλευρά αυτή προστατεύεται σε μεγάλο μήκος από προτείχισμα. Εδώ υπήρχε πυλίδα που οδηγούσε στον ποταμό Άραχθο. Και η πλευρά αυτή περιλαμβάνει τμήματα του τείχους της αρχαίας Αμβρακίας.

Βυζαντινό κτίριο

Στο κέντρο του κάστρου, δίπλα στο εγκαταλελειμμένο Ξενία, βρίσκονται τα ερείπια ενός κτιρίου με διαστάσεις περίπου 40✖8 μ. (φωτο 28, 29, 30). Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτίσμα με πολλά ανοίγματα (άρα δεν ήταν πύργος) που εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε κατά την υστεροβυζαντινή εποχή, καθώς η τοιχοδομία του είναι τυπική εκείνης της περιόδου.
Η ανασκαφική έρευνα δεν έδωσε στοιχεία σχετικά με τη χρήση του. Κατά μία άποψη ταυτίζεται με το βασιλικό παλάτι που είδε ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή τον 17ο αι.
Στο εσωτερικό του Κάστρου υπήρχαν πολλά ακόμα κτίρια από τα οποία δεν σώζεται σχεδόν τίποτα.

Ο πανύψηλος πύργος του ρολογιού μπροστά απ' το κάστρο κτίστηκε στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας (1875) με πολύ ευαισθησία, ώστε να φαντάζει σαν φυσική προέκταση του τείχους.




Το Κάστρο της Άρτας ΑΝΩΘΕΝ - Aerial Video by drone Dji Phantom 4 (Άγγελος Αρναουτέλης)
Πρώτη δημοσίευση στον Καστρολόγο:    Απρίλιος 2012
Τελευταία ενημέρωση κειμένου/πληροφοριών:   Μάιος 2023
Τελευταία προσθήκη φωτογραφιών/βίντεο:  Φεβρουάριος 2024

Πηγές




Τα δικά σας σχόλια:

Δεν υπάρχουν σχόλια


Στείλτε σχόλιο, παρατήρηση, πληροφορία:

Η απευθείας υποβολή σχολίων μέσα από την ιστοσελίδα έχει απενεργοποιηθεί. Αν θέλετε να στείλετε κάποιο σχόλιο, χρησιμοποιήστε τη φόρμα επικοινωνίας.

Αν το επιθυμείτε, το μήνυμα που θα στείλετε με αυτόν τον τρόπο θα δημοσιευθεί στα σχόλια αυτής της σελίδας.



Road map to Κάστρο Άρτας

Πρόσβαση
Διαδρομή προς το μνημείο
Εύκολη πρόσβαση από την πόλη της Άρτας.
Είσοδος:
Ελεύθερη είσοδος σε μεγάλο μέρος του κάστρου. Ωράριο περιορισμένο.


Γειτονικά Κάστρα
Κούλια Αγρίλου
Πύργος Ρολογιού Άρτας
Φιδόκαστρο
Κούλια στις Γενιτσάρισσες
Κούλια Κορωνησίας
Κούλια Λασκάρας
Κάστρο στα Πέντε Πηγάδια
Κούλια στο Πλατύ
Κάστρο Ρωγών