Καστρολογοσ

Κάστρα της Ελλάδας
 

Χώρα, Δήμος Πάτμου, Νομός Δωδεκανήσου,Νότιο Αιγαίο

Μοναστήρι της Πάτμου

ή Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή  
★ ★ ★ ★ ★
 <  927 / 1107  > 
  • Φωτογραφιες
  • Δορυφορικη
  •   Χαρτης  
  •  Κατοψη 
  •  Απεικόνιση 


Τοποθεσία:
Πάτμος, Δωδεκάνησα
Περιφέρεια > Νομός: Greek Map
Νότιο Αιγαίο
Ν.Δωδεκανήσου
Δήμος > Πόλη ή Χωριό:
Δ.Πάτμου
• Χώρα
Υψόμετρο:
Υψόμετρο ≈ 210 m 
Χρόνος Κατασκευής  Προέλευση
1088  
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ
H 
Τύπος Κάστρου  Κατάσταση
Καστρομοναστήρι  
Πολυ Καλη
 
 
 
 
 
 
 

Το Μοναστήρι της Πάτμου ή του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή ή του Θεολόγου ιδρύθηκε το 1088 από τον Όσιο Χριστόδουλο ο οποίος ζήτησε και έλαβε ως δωρεά ολόκληρο το νησί από τον αυτοκράτορα Αλέξιο A’ Κομνηνό.

Η ίδρυση της μονής σήμανε την γένεση ενός πολιτιστικού – πνευματικού – θρησκευτικού κέντρου, το οποίο σήμερα είναι σημείο αναφοράς για όλον τον Χριστιανικό κόσμο.

H Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και το Σπήλαιο της Αποκάλυψης μαζί με το ιστορικό κέντρο της Χώρας της Πάτμου είναι από το 1999 «μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO».


Ιστορία

Κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, μέχρι τον 10ο αιώνα, η Πάτμος υπέφερε πολύ από επιδρομές Σαρακηνών και άλλων πειρατών και είχε ερημώσει. Ένας προικισμένος και μορφωμένος μοναχός, ο Χριστόδουλος ο Λατρηνός από τη Βιθυνία, το 1088 ζήτησε από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό να του παραχωρήσει το νησί, για να ιδρύσει μοναστήρι προς τιμήν του Ιωάννη του Ευαγγελιστή.

Για την παραχώρηση ακολουθήθηκε μια τυπική για την εποχή διαδικασία: ο βασιλικός νοτάριος Νικόλαος Τζάνζης μετέβη στο νησί, το μέτρησε, πιστοποίησε ότι ήταν ακατοίκητο και συνέταξε αναφορά και πρακτικό παράδοσης στη μοναστική αδελφότητα. Στη συνέχεια εκδόθηκε χρυσόβουλο με την υπογραφή του αυτοκράτορα. Το χρυσόβουλο αυτό σώζεται στη βιβλιοθήκη της Μονής μαζί με άλλα πολύτιμα έγγραφα και κειμήλια. Με το χρυσόβουλο κατοχυρώθηκε ένα καθεστώς ανεξαρτησίας (από τοπικές αρχές) και φορολογικών απαλλαγών για τη Μονή.
Παράλληλα ιδρύθηκε η Πατμιάδα Σχολή η οποία, σύμφωνα με το ιδρυτικό χρυσόβουλο, έφερε την ονομασία «Φροντιστήριο μαθητών». Πάντως η σχολή οργανώθηκε και άρχισε να λειτουργεί πολύ αργότερα, το 1534.

Η Πάτμος σύμφωνα με την εκκλησιαστική ιστορία, υπήρξε ο τόπος εξορίας, για δύο χρόνια, του Ιωάννου του Θεολόγου, αγαπημένου μαθητή του Ιησού, ο οποίος εξορίστηκε εκεί το 95 μ.Χ., κατά τους διωγμούς του αυτοκράτορα Δομητιανού, και μόνασε στο λεγόμενο Ιερό Σπήλαιο της Αποκαλύψεως σε μια πλαγιά του υψώματος ανάμεσα στη σημερινή Χώρα και το επίνειο του νησιού, τη Σκάλα.
Στη σπηλιά αυτή, με τη βοήθεια του μαθητή του Πρόχορου, ο Ιωάννης έγραψε καθ’ υπαγόρευση του Θεού την «Αποκάλυψη» και πιθανόν το 4ο «Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον». Όπως ο ίδιος μαρτυρεί (Αποκάλυψις α, 9):

«Εγενόμην εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν του Ιησού Χριστού. Εγενόμην εν πνεύματι εν τη Κυριακή ημέρα και ήκουσα οπίσω μου φωνήν ως σάλπιγγος λεγούσης: ό βλέπεις γράψον εις βιβλίον και πέψον ταις επτά Εκκλησίαις» .

Στη Σκάλα σώζονται τα δύο εκκλησάκια αφιερωμένα το μεν ένα στον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή και το άλλο στους μαθητές του Πολύκαρπο και Πρόχορο.

Μετά τον θάνατο του Ιωάννη του Θεολόγου στην Έφεσο, περί το έτος 100, η Πάτμος έπεσε στην αφάνεια για 8 αιώνες, και επανεμφανίζεται στις ιστορικές πηγές μόλις το 904, όταν μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους κουρσάρους του Λέοντα του Τριπολίτη, αναφέρεται ότι τα καράβια με τους αιχμαλώτους Θεσσαλονικείς προσορμίσθηκαν στο νησί.

Το έρημο αυτό νησί άρχισε να εποικίζεται όταν ο Όσιος Χριστόδουλος έλαβε την άδεια να ιδρύσει στην Πάτμο το μοναστήρι.
Ο Όσιος αρχικά σκόπευε να κάνει το μοναστήρι στο σπήλαιο της Αποκαλύψεως, αλλά τελικά επέλεξε μια πιο προστατευμένη θέση, στην κορυφή του λόφου, πάνω από το σπήλαιο, σε σημείο όπου κατά την αρχαιότητα βρισκόταν ναός της θεάς Αρτέμιδας και, αργότερα, μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική που είχε κτιστεί μεταξύ των ετών 300-350.

Ο Όσιος Χριστόδουλος άρχισε την οικοδόμηση του μοναστηριού με το που ήρθε στο νησί το 1088. Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε εξαρχής στην οχύρωση καθώς η δυνατότητα αποτελεσματικής άμυνας ήταν πρωταρχικής σημασίας για την ύπαρξη του μοναστηριού. Μάλιστα σώζονται οδηγίες του Χριστόδουλου προς τους μοναχούς για να μαζέψουν πέτρες πάνω στα τείχη, όχι για να χρησιμοποιηθούν στο χτίσιμο αλλά για την άμυνα εναντίον των επιτιθεμένων. Ο Χριστόδουλος ήταν πολύ ικανοποιημένος για την ανέγερση του οχυρωματικού περιβόλου στον οποίο αναφέρεται επανειλημμένα στο ιδιόχειρο σύγγραμά του Υποτύπωσις που συντάχθηκε τον Μάιο του 1091 και που αφορά τα πεπραγμένα των πρώτων χρόνων στην Πάτμο.
Την ίδια εποχή κατασκευάστηκαν βασικά κτίρια του μοναστηριού, όπως το Καθολικό και η Τράπεζα. Παράλληλα, ο Όσιος έχτισε (ή ανακαίνισε) παρεκκλήσι στο σπήλαιο της Αποκαλύψεως το οποίο αφιέρωσε στην Αγία Άννα για να τιμήσει τη μητέρα τού αυτοκράτορα την Άννα Δελασσηνή η οποία είχε υποστηρίξει θερμά το αίτημά του για την ίδρυση της Μονής. (Ένας επιπλέον λόγος ίσως ήταν ότι Άννα ήταν το όνομα και της μητέρας του Χριστόδουλου.)
Εδώ να επισημάνουμε ότι το σπήλαιο της Αποκαλύψεως παρέμεινε εκτός μοναστηριού, σε απόσταση 700μ. βορειοδυτικά του. Σήμερα αποτελεί ένα ξεχωριστό κτιριακό συγκρότημα που περιλαμβάνει και άλλους ναούς εκτός από το παρεκκλήσι της Αγίας Άννας, το οποίο από τον 17ο αιώνα διαμορφώθηκε σε δισυπόστατο ναό.

Δυστυχώς, ενώ συνεχίζονταν οι εργασίες, οι επιδρομές στο νησί εντάθηκαν, την εποχή που ο στόλος του εμίρη της Σμύρνης Τζαχά κυριαρχούσε στο Αιγαίο, και το 1092 ο Όσιος Χριστόδουλος και οι λοιποί μοναχοί (ίσως όχι όλοι) αναγκάστηκαν να φύγουν από την Πάτμο και να καταφύγουν στην Εύβοια. Εκεί, τον επόμενο χρόνο, το 1093, ό όσιος εκοιμήθη.
Μετά τον θάνατο του Τζαχά (το 1093) και την έναρξη των σταυροφοριών, οι συνθήκες στο Αιγαίο βελτιώθηκαν κάπως, οπότε το 1095 οι μαθητές του Οσίου επέστρεψαν στην Πάτμο φέρνοντας το σκήνωμα του Οσίου μαζί τους. Οι εργασίες ανοικοδόμησης της Μονής μετά από αυτή τη διακοπή συνεχίστηκαν με επιτυχία και σύντομα το νησί έγινε γνωστό ως ιερός τόπος σε ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη.

Γύρω από το μοναστήρι άρχισαν σχεδόν αμέσως να εγκαθίστανται εκτός από τους μοναχούς και κοσμικοί με τις οικογένειές χτίζοντας σπίτια και χρησιμοποιώντας, όποτε χρειαζόταν, ως άσυλο την εν είδει κάστρου οχυρωμένη Μονή.

Στους επόμενους αιώνες δεν έχουμε πλήρη εικόνα για την ιστορία του μοναστηριού. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι κατά τον 12ο αιώνα διήνυσε μια περίοδο ακμής. Το 1192 αποβιβάστηκαν στο νησί οι δυνάμεις του Γάλλου βασιλιά Φιλίππου Β’ Αυγούστου επιστρέφοντας από την Γ’ Σταυροφορία αλλά δεν φαίνεται πως προκάλεσαν προβλήματα. Σε γραπτή Δέηση (αίτημα) του 1196 των εν Πάτμω Μοναχών προς τον αυτοκράτορα αναφέρεται ότι ο αριθμός των μοναχών ήταν 150.
Τον 13ο αιώνα, με την έναρξη της Φραγκοκρατίας και μέχρι το 1261, η Μονή φαίνεται να συνδέεται στενά με τους αυτοκράτορες της Νίκαιας και να αποκτά πολλά Μετόχια στη Μικρά Ασία. Μετά την κατάλυση της Λατινοκρατίας, η Πάτμος έγινε για λίγο στόχος Ιταλών πειρατών και πέρασε μια δύσκολη περίοδο. Σιγίλιο του 1282 αποκαλύπτει ότι η Μονή βρίσκεται σε μεγάλη ανέχεια. Λίγο αργότερα όμως, προς το τέλος του 13ου αιώνα, η Μονή εισήλθε σε νέα περίοδο ευημερίας, καθώς πολλά προνόμια και κτήσεις ανανεώθηκαν ή χορηγήθηκαν τότε χάρη στην εύνοια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου.

Το 1314-1315, οι ιππότες του τάγματος του Αγίου Ιωάννη που από το 1309 είχαν καταλάβει τη Ρόδο, ολοκλήρωσαν την κατάκτηση των Δωδεκανήσων καταλαμβάνοντας Κω, Νίσυρο, Λέρο. Τότε οι Ιωαννίτες μάλλον κατέλαβαν και την Πάτμο, αλλά δεν υπάρχει καμία πληροφορία ότι εγκαταστάθηκαν στο νησί ούτε ότι υπήρχε κάποια σχέση υποτέλειας της Μονής στους Λατίνους. Η μόνη επίπτωση από εκείνη την εξέλιξη ήταν η απώλεια των κτήσεων της Μονής στην Κω (αλλά όχι στη Λέρο). Φαίνεται πως οι Ιωαννίτες, που –θυμίζουμε– ήταν θρησκευτικό τάγμα, σεβάστηκαν το μεγάλο κύρος που είχε η Πάτμος στον χριστιανικό κόσμο.

Όταν οι Οθωμανοί κυριάρχησαν οριστικά μετά το 1453, η Πάτμος δεν φαίνεται να υπέφερε ιδιαίτερα, χάρη στις επιδέξιες διπλωματικές κινήσεις των μοναχών, που κατόρθωσαν να έχουν με όλους καλές σχέσεις. Μετά το 1522 όταν οι Ιωαννίτες ηττήθηκαν και αποχώρησαν από τη Ρόδο, η κατάσταση στο Αιγαίο ηρέμησε εντελώς. Τα επόμενα χρόνια οι ηγούμενοι του Μοναστηριού σε καθεστώς ημιαυτονομίας και έχοντας εξαίρετες σχέσεις με τους Τούρκους (με πλούσια μπαξίσια) κατόρθωσαν να οδηγήσουν τη Μονή σε μεγάλη ανάπτυξη. Οι Οθωμανοί διατήρησαν το καθεστώς προνομίων και φοροαπαλλαγών της Μονής όπως προκύπτει από οθωμανικά έγγραφα που υπάρχουν στη βιβλιοθήκη.

Αυτήν την περίοδο, από το β’ μισό του 15ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα, στη Μονή έγιναν εκτεταμένες εργασίες επισκευών και ανακαίνισης όπως συνάγεται από τη μελέτη των εικόνων που ανανεώθηκαν ευρέως με νέες παραγγελίες σε αυτό το διάστημα. Τους επόμενους 3 αιώνες η ευημερία συνεχίστηκε και ο πλούτος της Μονής αυξήθηκε, ειδικά μετά το 1584 όταν οι Φαναριώτες ηγεμόνες Μολδαβίας και Βλαχίας ξεκίνησαν να στηρίζουν το μοναστήρι με γενναιόδωρη ετήσια επιχορήγηση (που συνεχίστηκε μέχρι το 1820). Μάλιστα τον 17ο αιωνα η Μονή εμφανίζεται να έχει δικό της εμπορικό στόλο!

Μεταξύ των ετών 1645-1669, δηλαδή την περίοδο του Δ’ Ενετοτουρκικού πολέμου (του λεγόμενου «Κρητικού πολέμου»), η Πάτμος ήταν με το μέρος της Βενετίας. Οι Ενετοί χρησιμοποιούσαν τότε τα αγκυροβόλια της Πάτμου ενώ τουλάχιστον 6 μεγάλα πλοία της Μονής χρησιμοποιήθηκαν για μεταφορά εφοδίων στην Κρήτη και στον Χάνδακα που τον πολιορκούσαν επί δεκαετίες οι Οθωμανοί.

Κατά τη διάρκεια αυτής της ενετικής περιόδου, δηλαδή περί τα μέσα του 17ου αιώνα, με τη βοήθεια, ενδεχομένως, Ενετών ή Ροδίων μαστόρων, χτίστηκαν σημαντικά νέα κτίρια στη Μονή, όπως παρεκκλήσια, το σκευοφυλάκιο –η Τζαφάρα–, η είσοδος και, κυρίως, επενδύθηκαν τα τείχη της με τις χαρακτηριστικές, επικλινείς και δυσανάλογα μεγάλες σε ύψος σκάρπες για αντιστήριξη και ενίσχυση των φθαρμένων τειχών.
Με αυτόν τον τρόπο η οχύρωση της Μονής της Πάτμου πήρε την τελική της μορφή, η οποία μετά από κάποιες αναστηλώσεις του 20ου αιώνα, είναι αυτή που βλέπουμε σήμερα.

Το διάστημα 1830-1956 η Μονή πέρασε περίοδο μεγάλης παρακμής και σχεδόν ερημώθηκε με τελειωτικό χτύπημα τον σεισμό του 1956. Στην συνέχεια πάντως το Ελληνικό κράτος φρόντισε επανειλημμένα για την αναστήλωση των κτιριακών εγκαταστάσεων.
Τη δεκαετία του 1950 ανακατασκευάστηκε εκ βάθρων ολόκληρη η δυτική πτέρυγα (φωτ.3, αριστερά) και το επιβλητικό κωδωνοστάσιο της εισόδου (φωτ.8,11). Σε αυτή τη δυτική πτέρυγα κατεδαφίστηκαν τα υπάρχοντα οικοδομήματα και οι οχυρώσεις (που δεν ήταν και σε τόσο άσχημη κατάσταση) και κατασκευάστηκε ένα τετραώροφο κτίριο, μάλλον παράταιρο με το υπόλοιπο συγκρότημα. Το κτίριο αυτό έχει καθ’ όλο το ύψος της δυτικής του πρόσοψης και μια τριγωνική προεξοχή σαν πύργο για να θυμίζει τους κατεδαφισθέντες πύργους.


Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Χτισμένη στην κορυφή του λόφου η Μονή δεσπόζει σε όλο το νησί. Γύρω της χτίστηκε η σημερινή Χώρα.
Η Μονή περιβάλλεται από ακανόνιστο ορθογώνιο αμυντικό περίβολο, η κατασκευή του οποίου χρονολογείται από το τέλος του 11ου αιώνα (το 1088) μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα όταν προστέθηκαν οι εξωτερικές σκάρπες.

Η σημερινή μορφή του μοναστηριού προέκυψε μετά από πολλές οικοδομικές φάσεις. Τα παλαιότερα μέρη είναι η ανατολική και η βόρεια πτέρυγα, κάτι που φαίνεται και από το ακανόνιστο σχήμα των τειχών που χτίστηκαν βιαστικά τα πρώτα χρόνια. Το πιο καινούργιο τμήμα είναι η δυτική πτέρυγα που όπως προαναφέρθηκε αναστηλώθηκε εκ βάθρων τη δεκαετία του 1950. Είναι ενδιαφέρον ότι εκτός από τη δυτική πτέρυγα οι υπόλοιπες οικοδομικές φάσεις έγιναν χωρίς να καταστραφεί η προηγούμενη, δηλαδή κάθε φορά προσέθεταν καινούργια στοιχεία στην προηγούμενη φάση.

Το ύψος των τειχών της μονής ξεπερνά τα 15 μέτρα. Το μήκος του περιβόλου στον άξονα Βορράς-Νότος είναι 53μ. και στην κατεύθυνση Ανατολή-Δύση 70μ. Η περίμετρος της οχύρωσης είναι περίπου 220 μέτρα που περικλείουν μια έκταση 3300 τετραγωνικών μέτρων.

Τα τείχη είναι κατασκευασμένα από αργολιθοδομή (λίθοι με συνδετικό κονίαμα) αλλά σε διαφορετικές περιόδους. Στα μέσα του 17ου αιώνα προστέθηκαν οι εξωτερικοί επικλινείς τοίχοι αντιστήριξης (σκάρπα) που φτάνουν σε ασυνήθιστα μεγάλο ύψος. Την ίδια εποχή κατασκευάστηκε και ο πύργος του Αγίου Βασιλείου, ο μεγάλος πύργος στη βόρεια πλευρά δίπλα στην είσοδο.
Σε νεώτερες εποχές έχουν ανοιχτεί στα τείχη πολλά παράθυρα σε ακανόνιστη διάταξη. Τα παράθυρα αυτά είναι ιδιαιτέρως πολλά στη νότια πλευρά (όπου είναι τα κελιά των μοναχών) και στη νεώτερη δυτική πτέρυγα.
Σε δύο σημεία της ανατολικής πλευράς σχηματίζονται εξωτερικοί κτιστοί εξώστες: στο συνοδικό (φωτ.5) και στο ηγουμενείο (όπου η γωνία του τείχους κόβεται για να σχηματιστεί ο εξώστης – φωτ.10).

Στην κορυφή των τειχών υπάρχουν επάλξεις που είναι 3 ειδών: απλές (ορθογώνιες), ψαλιδωτές (σε μορφή χελιδονοουράς) και κλιμακωτές (σχηματίζοντας σκαλοπατάκι στη μέση). Οι κλιμακωτές βρίσκονται στην ανακαινισμένη δυτική πτέρυγα και μάλλον είναι πατέντα του 20ου αιώνα. Οι ψαλιδωτές εμφανίζονται σε μέρος της δυτικής πλευράς και σε όλη τη βόρεια πλευρά εκτός από τον πύργο του Αγίου Βασιλείου. Οι απλές υπάρχουν κυρίως στην ανατολική πλευρά.
Γενικά, στα τείχη των ελληνικών κάστρων, οι ψαλιδωτές πολεμίστρες θεωρούνται ενετικές ή φράγκικες. Στην περίπτωση της Πάτμου, φαίνεται ότι υιοθετήθηκε η τεχνοτροπία των ιπποτών της Ρόδου κατά τις ανακαινίσεις περί το τέλος του 15ου αιώνα.

Η κεντρική πύλη της μονής βρίσκεται στη βόρεια πλευρά, ανάμεσα σε δύο ισχυρούς πύργους (φωτ.9). Το άνοιγμα της πύλης γεφυρώνεται από μεγάλο, ελαφρά οξυκόρυφο λίθινο τόξο.
Πάνω από την είσοδο εξέχει τοξωτός εξώστης, χωρίς δάπεδο σήμερα, που προφανώς ήταν καταχύστρα για την προστασία της πύλης. Πάνω από την πύλη υψώνεται τριώροφο κωδωνοστάσιο από μπετόν που δεσπόζει στη μονή και κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1950 αφού προηγουμένως κατεδαφίστηκαν άλλα παλιότερα καμπαναριά που υπήρχαν σε αυτήν την πλευρά.
Εκτός από την κεντρική πύλη υπήρχε και μια δευτερεύουσα πύλη στη νότια πλευρά που σήμερα είναι κλειστή.

Στα αριστερά της πύλης βρίσκεται η κεντρική εκκλησία (καθολικό), ένα από τα πρώτα κτίρια, κατασκευής 1090. Είναι αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Σε αντίθεση με άλλα Ορθόδοξα μοναστήρια, το καθολικό της Πάτμου δεν καταλαμβάνει το κέντρο της μονής αλλά είναι κάπως στην άκρη, σε επαφή σχεδόν με τα ανατολικά τείχη. Στην είσοδό του υπάρχουν 4 καμάρες και ένας εξωνάρθηκας με τοιχογραφίες. Αυτές που βρίσκονται ψηλότερα είναι του 17ου αιώνα και αναπαριστούν θαύματα που έγιναν από τον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο. Οι χαμηλότερες είναι του 19ου αιώνα.

Μέσα στον ναό βρίσκεται το τρισδιάστατο τέμπλο του 1820 από σκαλισμένο ξύλο, το οποίο αντικατέστησε το παλαιότερο του 15ου αιώνα που με τη σειρά του είχε αντικαταστήσει το μαρμάρινο εικονοστάσι του Οσίου Χριστοδούλου. Το καθολικό ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του απλού τετρακιόνιου με νάρθηκα και εξωνάρθηκα και είναι διακοσμημένο με αξιόλογες τοιχογραφίες από τις οποίες το τελευταίο στρώμα τοποθετείται στις αρχές του 16ου αιώνα.

Από τη βυζαντινή περίοδο διατηρούνται το Kαθολικό, η Tράπεζα, η Eστία και τα κελιά. Δεν είναι βέβαιη η χρονολόγηση των βοηθητικών χώρων, όπως το Mαγκιπείον (φούρνος), το Mυλωνείον, το Δοχείον (αποθήκη τροφίμων), το Ωρείον (σιταποθήκη) κ.λπ. Tο παρεκκλήσι της Παναγίας, ορθογώνιας κάτοψης, στη νότια πλευρά του καθολικού, είναι κατάκοσμο από σημαντικές τοιχογραφίες οι οποίες χρονολογούνται στα τελευταία χρόνια του 12ου αιώνα. Νοτιοδυτικά του καθολικού βρίσκεται το παρεκκλήσι του Οσίου Xριστοδούλου, με τυφλό τρούλο, όπου βρίσκεται και η σαρκοφάγος με το σκήνωμά του, και χρονολογείται στις αρχές του 17ου αιώνα. H Tράπεζα, στη ΒΑ γωνία του καθολικού είναι ορθογώνια σε κάτοψη, με θολωτή στέγαση, τρούλο και είναι διακοσμημένη με εξαιρετικές τοιχογραφίες.

Τα κελιά είναι παρατεταγμένα στη νότια πλευρά του οχυρωματικού περιβόλου. Στη μονή υπάρχουν επίσης παρεκκλήσια των μεταβυζαντινών χρόνων: του Αγίου Bασιλείου, του Αγίου Nικολάου, του Τιμίου Σταυρού, του Προδρόμου, των Αγίων Αποστόλων (1603). Δύο μικρότερα βρίσκονται έξω από τα τείχη της μονής (αλλά κολλητά σε αυτά): του Aγίου Γεωργίου και του Aγίου Oνουφρίου (1611).

Στο επάνω μέρος της Τζιαφάρας (σκευοφυλακίου) υπάρχει ένα μικρό δίτοξο κωδωνοστάσιο (φωτ.11). Στον μεσαίο κίονα έχει εντοιχιστεί παλαιοχριστιανικό κιονόκρανο. Σύμφωνα με την παράδοση, οι δύο καμπανούλες αυτού του καμπαναριού ήταν οι μοναδικές επιτρεπόμενες καμπάνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.


Πρώτη δημοσίευση στον Καστρολόγο:    Ιούλιος 2012
Τελευταία ενημέρωση κειμένου/πληροφοριών:   Νοέμβριος 2023

Πηγές




Τα δικά σας σχόλια:

Δεν υπάρχουν σχόλια


Στείλτε σχόλιο, παρατήρηση, πληροφορία:

Η απευθείας υποβολή σχολίων μέσα από την ιστοσελίδα έχει απενεργοποιηθεί. Αν θέλετε να στείλετε κάποιο σχόλιο, χρησιμοποιήστε τη φόρμα επικοινωνίας.

Αν το επιθυμείτε, το μήνυμα που θα στείλετε με αυτόν τον τρόπο θα δημοσιευθεί στα σχόλια αυτής της σελίδας.



Road map to Μοναστήρι της Πάτμου

Πρόσβαση
Διαδρομή προς το μνημείο
Είναι στο μέσο της διαδρομής μεταξύ Σκάλας (το λιμάνι του νησιού) και Χώρας. Απέχει 1, 5 χλμ από τη Σκάλα.
Είσοδος:
Είσοδος υπό όρους. Ωράριο περιορισμένο.


Γειτονικά Κάστρα
Βίγλα στις Λεύκες