Καστρολογοσ

Κάστρα της Ελλάδας
 

Άλλες Πληροφορίες









Oldtower


Share it!






My "other" sites:
eagle
byzantium.gr
owl
gnomikologikon.gr

Ορολογία Κάστρων

Όροι που χρησιμοποιούνται στην παρουσίαση των κάστρων στον Καστρολόγο


Οι ορισμοί των λέξεων κάστρο, φρούριο και πύργος δόθηκαν στην περί κάστρων σελίδα. Οι λέξεις αυτές, που είναι παραπλήσιες αλλά όχι εντελώς συνώνυμες, χρησιμοποιούνται κατά κόρον σε αυτόν τον ιστότοπο, για τον πολύ απλό λόγο ότι αποτελούν το αντικείμενό του. Ειδικά το «κάστρο» είναι ο γενικός όρος που μπορεί να καλύψει όλες τις άλλες ονομασίες και εν ανάγκη τις υποκαθιστά, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για φρούριο, πύργο, πόλη, πυργοκατοικία ή οτιδήποτε άλλο παρεμφερές.

Εκτός όμως από αυτές τις βασικές λέξεις, στο site χρησιμοποιούνται και άλλοι όροι οι οποίοι δεν είναι ιδιαίτερα εξειδικευμένοι, αλλά είναι χρήσιμο να προσδιοριστούν και να διευκρινιστούν:


Ονοματολογία Κάστρων

Στην ονομασία των ελληνικών κάστρων χρησιμοποιούνται συνήθως οι λέξεις «κάστρο», «φρούριο», «πύργος». Π.χ. Κάστρο της Μονεμβασιάς, Αγγελόκαστρο, Φρούριο Ιτζεδίν, Πύργος της Μάρως κ.τ.λ. Χρησιμοποιείται σε λίγες περιπτώσεις και το «Ακρόπολη» (ή το «Άκρο»): Ακροναυπλία, Ακρόπολη Λίνδου, Ακρόπολη Σερρών, Ακροκόρινθος.
Εκτός από αυτά, υπάρχουν και μερικές άλλες εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στις ονομασίες κάστρων:

  • Καλές

    Οι τουρκικές λέξεις kale και kule, που σημαίνουν κάστρο, έχουν διατηρηθεί στην ονομασία πολλών οχυρώσεων σε όλη την Ελλάδα, σαν Κούλες ή Γκούλες ή Γούλες ή Γουλάς ή Κούλια ή Καλές, και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις αφορά κάστρα που δεν είναι τουρκικής προελεύσεως, όπως το κάστρο του Διδυμοτείχου και ο Κούλες του Ηρακλείου.
  • Καστέλι

    Όπως αναφέρθηκε στην περί κάστρων σελίδα, το «καστέλι» προέρχεται από το λατινικό castellum και είναι απομεινάρι της Ενετοκρατίας. Η λέξη είναι συνώνυμη με το κάστρο. Χρησιμοποιείται στην περιγραφή και ονομασία αρκετών κάστρων, κυρίως στο Αιγαίο, στην Κρήτη και μερικές φορές στην Πελοπόννησο.
  • Βίγλα

    Μικρός πύργος που χρησίμευε σαν παρατηρητήριο και φυλάκιο. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό vigila που σημαίνει παρατηρητήριο, σκοπιά. Οι Βίγλες ήταν μόνιμες ή προσωρινές κατασκευές για την ασφάλεια συνόρων, περασμάτων, ακτών. Συνήθως ήταν μέρος ενός δικτύου από πολλές βίγλες σε οπτική επαφή μεταξύ τους και για αυτό συχνά τις συναντάμε σε υψώματα ή ακρωτήρια.
    Ο όρος διατηρείται στην ονομασία πολλών πυργίσκων, μικρών κάστρων αλλά και βουνοκορφών, ακόμα και χωριών ανά την Ελλάδα.
    Έχει διασωθεί και ο όρος βιγλάτορας που δηλώνει τον σκοπό της βίγλας.
    Η Βίγλα ήταν και στρατιωτικό σώμα στο Βυζάντιο, αλλά αυτό δεν έχει σχέση με το θέμα μας.
    Το πιο χαρακτηριστικό δίκτυο από βίγλες που σώζεται στην Ελλάδα ίσως είναι αυτό στις δυτικές ακτές της Χίου.
  • Μπούρτζι

    Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται αρκετά επιθαλάσσια κάστρα στην Ελλάδα, κτισμένα συνήθως σε νησάκια ή σε χερσονησίδες. Τον όρο χρησιμοποιούσαν οι Ενετοί για παράκτιες πυροβολαρχίες. Η λέξη προέρχεται από το ελληνικό «πύργος» που πέρασε στα λατινικά σαν «burgus» και επέστρεψε σαν αντιδάνειο στα Ελληνικά. Από το «burgus» προέκυψαν πολλά παράγωγα στις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες (με τη ρίζα burg), αλλά και το βυζαντινό «βούργος».
    Το πιο γνωστό Μπούρτζι είναι βέβαια του Ναυπλίου. Να επισημάνουμε ακόμα πως και στο φρούριο της Μεθώνης υπάρχει Μπούρτζι που είναι το πιο πολυφωτογραφημένο σημείο του.
  • Φορτέτσα (Φορτέτζα)

    Fortezza στα Ιταλικά σημαίνει «φρούριο». Η ονομασία έχει περάσει σε κάποια ελληνικά κάστρα ενετικής προέλευσης όπως τα δυο φρούρια της Κέρκυρας, το κάστρο των Κυθήρων κ.ά. Η Φορτέτσα είναι όμως μία στην ονοματολογία των ελληνικών κάστρων: Η Φορτέτσα του Ρεθύμνου.
  • Κάστρο της Ωριάς

    Δεν πρόκειται για ειδικό καστρολογικό όρο αλλά για το πιο συνηθισμένο όνομα κάστρου στην Ελλάδα. Εννοείται ότι σημαίνει κάστρο της «Ωραίας» και η ονομασία συνοδεύεται πάντα από ένα θρύλο που έχει να κάνει με το θάνατο μιας κόρης για την υπεράσπιση ή το χτίσιμο του κάστρου. Τουλάχιστον 20 κάστρα στην Ελλάδα έχουν αυτό το όνομα. Στη βάση δεδομένων του Καστρολόγου επιφυλάξαμε αυτή την ονομασία μόνο για το ομώνυμο κάστρο στα Τέμπη (για το οποίο δεν υπήρχε και εναλλακτικό όνομα) ενώ για τα υπόλοιπα χρησιμοποιήσαμε για αποφυγή σύγχυσης το άλλο τους όνομα, που ευτυχώς στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν εξίσου αποδεκτό (όπως στα κάστρα Καλαβρύτων, Γαρδικίου, το Γυναικόκαστρο κ.ά.).
    Υπάρχουν και δημοτικά τραγούδια για το κάστρο της Ωριάς χωρίς να είναι ξεκάθαρο σε ποιο κάστρο αναφέρονται ακριβώς.

    Για την ιστορία πρέπει να πούμε ότι το original κάστρο της Ωριάς ήταν η πόλη του Αμορίου στη Μικρά Ασία, που η άλωσή του από τους Άραβες το 838 είχε συνταράξει το Ελληνικό κόσμο και ενέπνευσε θρύλους, τραγούδια και βίους Αγίων. Εκείνη η ιστορία πρέπει να πέρασε στο συλλογικό εθνικό ασυνείδητο και να γέμισε μεταγενέστερα την Ελλάδα με κάστρα της Ωριάς.

«Καστρολογικοί» όροι

Κάποιοι χρήσιμοι όροι που αφορούν τη λειτουργία, κατασκευή και οχυρωματική αρχιτεκτονική των κάστρων:

  • Προμαχώνας

    Προεξέχον τμήμα τείχους ή συνηθέστερα προκεχωρημένος πύργος με αυτόνομη οχύρωση που αποτελούσε μέρος ενός μεγαλύτερου φρουρίου. Ο προμαχώνας μπορούσε να ήταν και τελείως αποκομμένος από το υπόλοιπο κάστρο. Οι πιο ονομαστοί προμαχώνες της Ελλάδας είναι στο φρούριο του Παλαμηδίου.
    Συνώνυμα του προμαχώνα είναι το προπύργιο και το τουρκικό ντάπια ή τάπια. Στα αγγλικά λέγεται bastion.
  • Τάφρος

    Τεχνητό όρυγμα στο έδαφος με αρκετά μεγάλο βάθος και πλάτος, γύρω από το εξωτερικό τείχος του κάστρου με σκοπό την ενίσχυση της προστασίας του. Μπορούσε να ήταν ένυδρη ή άνυδρη. Η σημασία της ελαττώθηκε με την εξέλιξη του πυροβολικού. Ήταν απαραίτητο εξάρτημα σε κάστρα της Δύσης που είναι πιο «πεδινά» σε σχέση με τα ελληνικά τα οποία στην πλειοψηφία τους είναι σε θέσεις με φυσική οχύρωση και σπάνια διαθέτουν τάφρο.
    Η πιο χαρακτηριστική τάφρος των ελληνικών κάστρων είναι αυτή του φρουρίου της Μεθώνης. Γέμιζε με θάλασσα και σήμερα είναι στεγνή (μάλλον για να προστατευθεί το μνημείο από τη διάβρωση, αλλά το κάστρο θα ήταν πολύ πιο εντυπωσιακό με την τάφρο γεμάτη)
  • Περίβολος

    Ο εξωτερικός περίβολος ήταν βασικό συστατικό της οχύρωσης των μεγάλων κάστρων και των μεγάλων πόλεων. Πρόκειται για χώρο πλάτους λίγων μέτρων γύρω από το κυρίως κάστρο που προστατευόταν με εξωτερικό περιτείχισμα παρέχοντας πρόσθετη προστασία στην οχύρωση.
    Σε κάποιες περιπτώσεις το εξωτερικό περιτείχισμα του περιβόλου ήταν εξίσου ισχυρό με το κυρίως τείχος, οπότε θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τον περίβολο σαν τον κενό χώρο -κάτι σαν μικρή περιμετρική αυλή- στο ενδιάμεσο ανάμεσα στο διπλό εξωτερικό τείχος του κάστρου.
    Περίβολος γενικά λέγεται και η μεγάλη εσωτερική αυλή ή κεντρική πλατεία του κάστρου η οποία δεν είχε ιδιαίτερο αμυντικό ρόλο αλλά υπήρξε επίσης βασικό στοιχείο των κάστρων. Πάντως πολλές φορές ο όρος «οχυρωματικός περίβολος» χρησιμοποιείται στη βιβλιογραφία σαν συνώνυμο του οχυρωματικού τείχους.
    Στα αγγλικά ο περίβολος λέγεται bailey ή ward.
  • Μεσοπύργιο

    Μεσοπύργιο ή Μεταπύργιο ή Μεταπρομαχώνας ή Κορτίνα είναι το ενδιάμεσο τμήμα του τείχους του κάστρου μεταξύ δύο πύργων. Συνήθως ήταν ευθύγραμμο αλλά σε πιο προχωρημένες κατασκευές ήταν τεθλασμένο. Στα αγγλικά curtain wall, στα ιταλικά cortina.
  • Παραπέτο

    parapetΗ λέξη παραπέτο χρησιμοποιείται σήμερα για το προστατευτικό τοιχίο που σκοπό έχει την προφύλαξη από πτώσεις στην άκρη γεφυρών, ταρατσών, μπαλκονιών κλπ. Προέρχεται από το ιταλικό parapetto (από το parare=προφυλάσσω + petto=στήθος) και η αρχική σημασία της λέξης αφορούσε κάστρα. Πρόκειται για πρόσθετο τειχίο στο επάνω μέρος των εξωτερικών τειχών του κάστρου που προστάτευε τους υπερασπιστές και πάνω στο οποίο σχηματίζονταν οι πολεμίστρες.
    Στα αγγλικά ό όρος είναι battlement και όταν έχει την οδοντωτή μορφή με τις διαδοχικές πολεμίστρες, crenelation.
  • Πολεμίστρα

    Στενό άνοιγμα τείχους ή οχυρώματος, από όπου αμύνονται οι υπερασπιστές του εναντίον των επιτιθεμένων. Η κλασική εικόνα για τις πολεμίστρες είναι ο οδοντωτός σχηματισμός στο παραπέτο, αλλά πολεμίστρες υπήρχαν και χαμηλότερα. Στα αγγλικά ο όρος για το άνοιγμα της πολεμίστρας είναι crenel ενώ τα προστατευτικά τοιχία εκατέρωθεν λέγονται merlon.
  • Ακρόπυργος

    Πρόκειται για ένα άλλο χαρακτηριστικό των μεγάλων κάστρων. Ήταν ο ψηλός και κεντρικός πύργος του κάστρου, με δική του ανεξάρτητη οχύρωση. Ήταν το πιο ισχυρό σημείο του και χρησίμευε σαν παρατηρητήριο, αλλά και σαν τελευταία άμυνα. Επιπλέον ήταν το κέντρο διοίκησης και ο τόπος διαμονής του κύρη του κάστρου. Η πρόσβαση προς αυτό δεν ήταν εύκολη, αλλά προστατεύονταν από άλλες εσωτερικές οχυρώσεις.
    Στα ελληνικά κάστρα δεν είναι και τόσο συνηθισμένος (είτε δεν στέκεται όρθιος).
    Ο πιο γνωστός ελληνικός ακρόπυργος είναι αυτός που δεσπόζει στο κάστρο του Πλαταμώνα. Στα αγγλικά λέγεται keep, στα ιταλικά mastio, στα γαλλικά donjon.
  • Γκουαρντιόλα

    Γκουαρντιόλα ή Σεντινέλλα

    Η λέξη δεν είναι γνωστή (καμιά σχέση με τον τέως προπονητή της Barca) αλλά καλό θα είναι να την ξέρουμε. Σημαίνει την προεξέχουσα καλυμμένη, κτιστή σκοπιά. Είναι βασικό καστρικό εξάρτημα και σχεδόν σήμα κατατεθέν των ενετικών κάστρων.
    Μια χαρακτηριστική γκαρντιόλα είναι αυτή της Ακροναυπλίας που τη βλέπουμε πολύ εύκολα από την πλατεία Σταϊκόπουλου στο Ναύπλιο.
  • Καστελλάνος

    Ο διοικητής του κάστρου, φρούραρχος. Από το λατινικό castellanus. Υπάρχει παρεμφερής όρος σε όλες τις δυτικές γλώσσες (en:castelan, it castellano). H λέξη έχει περιπέσει σε αχρηστία στα Νέα Ελληνικά χρησιμοποιείται όμως ευρέως σε πολλά μεσαιωνικά κείμενα και βέβαια στο Χρονικόν του Μωρέως.
  • Κυκλώπεια Τείχη

    Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στα τείχη των προϊστορικών ακροπόλεων (όπως της Τίρυνθας) που ήταν χτισμένα από ακατέργαστους, πολυγωνικούς, ογκόλιθους που ζύγιζαν πάνω από 13 τόνους.
    Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Περσέας ήταν αυτός που ανέθεσε στους Κύκλωπες, γιγαντιαία μυθικά όντα από τη Μικρά Ασία, να χτίσουν τα τείχη των Μυκηνών γι' αυτό και ονομάστηκαν Κυκλώπεια. Ο Στράβων αναφέρει ότι οι Κύκλωπες ήταν χειροδύναμοι οικοδόμοι από την Λυκία που έκοβαν ογκώδεις βράχους και τους τοποθετούσαν τον ένα πάνω στον άλλο, ταιριάζοντάς τους με ελάχιστο πελέκημα, χωρίς να χρησιμοποιήσουν λάσπη ή άλλο υλικό στερέωσης.
    cyclopean wallsΤα κυκλώπεια τείχη υπάρχουν σε πολλά μέρη στην Ελλάδα και αποδίδονται στους Αχαιούς ή Πελασγούς του 13ου και του 14ου αιώνα π.Χ. και έχουν ενσωματωθεί σε μεταγενέστερες φάσεις οικοδομήσεων. Σε πολλά από τα κάστρα στο site -σε όλες τις γωνιές της Ελλάδας- γίνεται λόγος για ύπαρξη κυκλωπείων τειχών που έχουν ενσωματωθεί σε νεότερες οχυρώσεις. Αυτό ισχύει και για κάστρα όχι ιδιαίτερα γνωστά όπως το κάστρο του Ποτάμου στον Άβαντα Αλεξανδρούπολης.
    Στη διεθνή καστρολογία ο όρος cyclopean δηλώνει την κατασκευή με μεγάλους ογκολίθους χωρίς τσιμέντο, αλλά το «επιστημονικώς ορθόν» είναι ότι κυκλώπεια τείχη υπάρχουν μόνο σε μυκηναϊκές ακροπόλεις στην Ελλάδα που ούτως ή άλλως είναι πολύ περισσότερες από ό,τι πίστευαν παλιότερα.



Ιστορικοί όροι

Κάποιοι χρήσιμοι ιστορικοί όροι στη μελέτη των κάστρων:

  • Φραγκοκρατία

    Έτσι χαρακτηρίζεται η χρονική περίοδος κατά την οποία κυριάρχησαν στο Βυζάντιο οι δυτικοευρωπαίοι, καθώς οι Βυζαντινοί τότε ονόμαζαν Φράγκους και Λατίνους σχεδόν αδιακρίτως όλους τους μη Σλάβους Ευρωπαίους που ζούσαν δυτικά των Βαλκανίων.
    FrancsΗ Φραγκοκρατία άρχισε το 1204, όταν Ενετοί και Σταυροφόροι της Δ’ Σταυροφορίας άλωσαν την Κωνσταντινούπολη. Οι «Φράγκοι» της Φραγκοκρατίας ήταν κυρίως Λομβαρδοί, Γερμανοί και Γάλλοι. Και βεβαίως Ενετοί. Η Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε το 1261, αλλά η παρουσία των Φράγκων στη Νότια Ελλάδα συνεχίστηκε. Δεν υπάρχει ομοφωνία για το πότε τελείωσε η Φραγκοκρατία (δεδομένου ότι κατά κάποιον τρόπο συνεχίστηκε σαν Ενετοκρατία), αλλά το πιο σωστό είναι να θεωρηθεί τέλος της το 1460 όταν οι τελευταίοι κτήτορες του Δουκάτου των Αθηνών παραδόθηκαν στους Τούρκους. Με άλλα λόγια ήταν μια περίοδος 2,5 αιώνων.
    Ειδικότερα όσον αφορά το θέμα μας, Φράγκικα κάστρα είναι εκείνα που κτίστηκαν μετά το 1204 κυρίως από τους ηγεμόνες του Πριγκηπάτου της Αχαΐας και κυρίως στη διάρκεια του 13ου αιώνα. Κάστρα που κτίστηκαν από άλλους «Φράγκους» όπως οι Ενετοί, οι Ιωαννίτες ή οι Καταλανοί ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες..
  • Ενετοκρατία

    Η βενετική κυριαρχία ξεκινά στις 13 Απριλίου του 1204 όταν κατακτήθηκε η Κωνσταντινούπολη στη διάρκεια της 4ης Σταυροφορίας. Στη μοιρασιά που ακολούθησε, οι Βενετοί αποδείχτηκαν πιο έξυπνοι και πήραν στην κατοχή τους νευραλγικά σημεία, εμπορικούς σταθμούς και λιμάνια όπως: το Δυρράχιο, τα Επτάνησα, τη Ναύπακτο, την Πύλο, τη Μεθώνη, την Κορώνη, την Πάτρα, την Κόρινθο, το Άργος, το Ναύπλιο, την Κάρπαθο και Κάσο, την Αστυπάλαια, τις Κυκλάδες, την Αθήνα, την Εύβοια, την Τένεδο, την Καλλίπολη, τη Ραιδεστό. Στον Εύξεινο Πόντο, την Cetatea Alba (το Belgorod της Μολδαβίας) και την Τάνα στην Αζοφική Θάλασσα . Επίσης τα 3/8 της Κωνσταντινούπολης συμπεριλαμβανομένης της Αγίας Σοφίας. Αργότερα στις κτήσεις αυτές προστέθηκε και η Κύπρος το 1489 δημιουργώντας την πρώτη αποικιακή «αυτοκρατορία» του Μεσαίωνα.
    Ας σημειωθεί ότι οι Ενετοί είχαν αρχίσει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στον ελληνικό χώρο πριν το 1204. Ήδη από τον 11ο αιώνα οι Κομνηνοί τους είχαν παραχωρήσει εμπορικά δικαιώματα και στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας είχαν πάρει το 1070 άδεια να κτίσουν φρούριο στη Βόνιτσα.

    VeniceΤο 1211 Οι Ενετοί πήραν και την Κρήτη από τους Γενουάτες. Επιπλέον το 1420 οι Βυζαντινοί τους παραχώρησαν τη Θεσσαλονίκη σε μια περίοδο άμεσης Τουρκικής απειλής.
    Στην αρχή η βενετική κυριαρχία ήταν κομμάτι της Φραγκοκρατίας. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Φράγκους, οι Ενετοί διεύρυναν την επιρροή τους κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Στη συνέχεια όμως άρχισαν να χάνουν εδάφη μετά από μια σειρά πολέμων με τους Οθωμανούς:
    To 1430 παρέδωσαν τη Θεσσαλονίκη στους Τούρκους.
    Στον πόλεμο του 1463-1479 έχασαν την Εύβοια, τη Λήμνο και το Δυρράχιο.
    Στον πόλεμο του 1499-1503 έχασαν από τους Τούρκους τα περισσότερα από τα κάστρα τους στην Πελοπόννησο.
    Στον πόλεμο του 1537-1540 έχασαν εντελώς την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες (τότε που Μπαρμπαρόσσα ρήμαξε τα περισσότερα ελληνικά νησιά σε Ιόνιο και Αιγαίο).
    Το 1573 έχασαν την Κύπρο ενώ η Ενετική κυριαρχία στην Κρήτη συνεχίστηκε μέχρι το 1669. Στον πόλεμο του 1684-1699 ανακατέλαβαν τμήματα της Πελοποννήσου -οπότε χτίστηκαν κάστρα όπως το Παλαμήδι- αλλά εγκατέλειψαν οριστικά την περιοχή το 1718.
    Η τελευταία κτήση των Ενετών επί Ελληνικού εδάφους ήταν τα Επτάνησα που αναγκάστηκαν να παραδώσουν στον Ναπολέοντα το 1797.
    Πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτή η διαρκής αντιπαράθεση ώθησε τους Ενετούς να κατασκευάσουν μερικά από τα καλύτερα ελληνικά κάστρα. Αλλά και οι Τούρκοι προσπαθώντας να αρθούν στο ύψος της οχυρωματικής δεινότητας των αντιπάλων τους είχαν εξαιρετικά αποτελέσματα (Νιόκαστρο, κάστρα Ρίου-Αντιρρίου και άλλα πολλά).
  • Μεσαιωνικό

    Μεσαιωνικά κάστρα είναι τα κάστρα που κτίστηκαν κατά το Μεσαίωνα. Μεσαίωνας ονομάζεται η χρονική περίοδος της Ιστορίας που διαδέχεται την περίοδο της Αρχαιότητας και τελειώνει με την περίοδο της Αναγέννησης. Διήρκεσε περίπου 1000 χρόνια, από την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (476 μ.Χ.) ως και την εποχή της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (1453 μ.Χ.) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492 μ.Χ.) από τον Κολόμβο.
    Χοντρικά, είναι η περίοδος από το τέλος τους 5ου αιώνα μέχρι το τέλος του 15ου αιώνα
  • Πρωτοβυζαντινό

    ByzantineΠρωτοβυζαντινά κάστρα είναι τα κάστρα που κατασκευάστηκαν κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο δηλαδή στη διάρκεια του 4ου και του 5ου μ.Χ. αιώνα.
    Ελάχιστα ελληνικά κάστρα χαρακτηρίζονται πρωτοβυζαντινά. Ο λόγος είναι ότι σχεδόν όλα τα κάστρα εκείνης της περιόδου ανακατασκευάστηκαν εκ βάθρων σε μεταγενέστερες εποχές.
  • Υστεροβυζαντινό

    Υστεροβυζαντινά κάστρα είναι τα κάστρα που κατασκευάστηκαν από τους Βυζαντινούς ή τα διάφορα Δεσποτάτα κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο δηλαδή στη διάρκεια του 13ου, 14ου και 15ου αιώνα.
  • Μεταβυζαντινό

    «Μεταβυζαντινά», γενικά, χαρακτηρίζονται τα μνημεία που κατασκευάστηκαν από Έλληνες μετά το 1453. Δεν είναι ξεκάθαρο πότε ακριβώς θεωρείται ότι τελειώνει η μεταβυζαντινή περίοδος, αλλά γενικά χρησιμοποιείται για κτίσματα που κατασκευάστηκαν από το 15ο μέχρι και το 17ο αιώνα (σπανίως και λίγο μεταγενέστερα). Με αυτήν την έννοια χρησιμοποιείται και στο site, συνήθως για καστρομοναστήρια.